κομητιανός

κομητιανός
κομητιανός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμης, -ητος + κατάλ. -ιανός (< λατ. κατάλ. -ianus), πρβλ. πραιτωρ-ιανός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κομιτιανός — κομιτιανός, ή, όν (Α) βλ. κομητιανός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”